ηγεμονικός

ηγεμονικός
-ή, -ό (AM ἡγεμονικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι»)
2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.)
3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση να ηγεμονεύει, να άρχει («τὸ ἄρρεν... τοῡ θήλεος ἡγεμονικώτερον», Αριστ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αρμόζει σε ηγεμόνα, μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής
2. πλουσιοπάροχος, γενναιόδωρος («ηγεμονικά δώρα»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡγεμονικόν
αρχοντικό και υπερήφανο παράστημα
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡγεμονικόν
με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα
μσν.-αρχ.
1. πολύ σημαντικός («κλῆμα ἡγεμονικώτατον τῆς ἀμπέλου», Γεωπ.)
2. αυτός που έχει την ιδιότητα να οδηγεί, να κυβερνά («πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με», Θ. Λειτ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ύπατο ή σε βασιλιά
2. αυτός που ανήκει στον έπαρχο τής Αιγύπτου
3. το ουδ. ως ουσ. τo ἡγεμονικόν
α) (για τη γνώση) η εξουσιαστική αρχή
β) το εξουσιαστικό μέρος, η δύναμη τής ψυχής που καθοδηγεί, ο λόγος
γ) (για τον αιθέρα ή τον ήλιο) αυτός που κυβερνά την οικουμένη
4. πάπ. (ουδ. πληθ.) τὰ ἡγεμονικά
οι απολαβές, ο μισθός τού ηγεμόνα.
επίρρ...
ηγεμονικώς και -ά (AM ἡγεμονικῶς)
με τρόπο που αρμόζει σε ηγεμόνα, σε αρχηγό
νεοελλ.
με μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών (-όνος) + κατάλ. -ικός (πρβλ. αλαζον-ικός, κηδεμον-ικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἡγεμονικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηγεμονικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ταιριάζει σε ηγεμόνα: Ηγεμονικά δώρα. – Ηγεμονική υποδοχή. – Ηγεμονική φυσιογνωμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡγεμονικά — ἡγεμονικός of neut nom/voc/acc pl ἡγεμονικά̱ , ἡγεμονικός of fem nom/voc/acc dual ἡγεμονικά̱ , ἡγεμονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονικώτερον — ἡγεμονικός of adverbial comp ἡγεμονικός of masc acc comp sg ἡγεμονικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονικωτάτων — ἡγεμονικός of fem gen superl pl ἡγεμονικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονικωτέραις — ἡγεμονικός of fem dat comp pl ἡγεμονικωτέρᾱͅς , ἡγεμονικός of fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονικωτέρων — ἡγεμονικός of fem gen comp pl ἡγεμονικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονικῶν — ἡγεμονικός of fem gen pl ἡγεμονικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονικόν — ἡγεμονικός of masc acc sg ἡγεμονικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεμονικώτατα — ἡγεμονικός of adverbial superl ἡγεμονικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”